ἀποκηρύξει

ἀποκηρύξει
ἀποκήρυξις
public announcement
fem nom/voc/acc dual (attic epic)
ἀποκηρύξεϊ , ἀποκήρυξις
public announcement
fem dat sg (epic)
ἀποκήρυξις
public announcement
fem dat sg (attic ionic)
ἀποκηρύσσω
offer
aor subj act 3rd sg (epic)
ἀποκηρύσσω
offer
fut ind mid 2nd sg
ἀποκηρύσσω
offer
fut ind act 3rd sg
ἀ̱ποκηρύξει , ἀποκηρύσσω
offer
futperf ind mp 2nd sg (doric aeolic)
ἀ̱ποκηρύξει , ἀποκηρύσσω
offer
futperf ind act 3rd sg (doric aeolic)
ἀποκηρύ̱ξει , ἀποκηρύσσω
offer
aor subj act 3rd sg (epic)
ἀποκηρύ̱ξει , ἀποκηρύσσω
offer
fut ind mid 2nd sg
ἀποκηρύ̱ξει , ἀποκηρύσσω
offer
fut ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • νικόλαος — I Όνομα ιστορικών προσώπων της αρχαιότητας. 1. Σοφιστής. Ήταν μαθητής του Πλούταρχου και του Πρόκλου. Έγραψε τα έργα Λόγοι επιδεικτικοί, Τέχνη ρητορική και Προγυμνάσματα. Αποσπάσματα έργων του που διασώθηκαν δημοσιεύτηκαν από τους ελληνιστές Φινκ …   Dictionary of Greek

  • αποκήρυξη — Ο ελληνικός Αστικός Κώδικας προβλέπει τη διαδικασία με την οποία μπορεί ο σύζυγος να αποκηρύξει το παιδί που γέννησε η σύζυγός του, αποδεικνύοντας ότι κατά τον κρίσιμο χρόνο της σύλληψης ήταν αδύνατον να έχει συλλάβει από αυτόν. Ο νόμος… …   Dictionary of Greek

  • εξισλαμίζω — πείθω ή εξαναγκάζω κάποιον να αποκηρύξει τη θρησκευτική του πίστη και να ασπαστεί τη θρησκεία τού Ισλάμ …   Dictionary of Greek

  • εξωμοσία — Πανηγυρική πράξη κατά την οποία αποκηρύσσει κανείς με όρκο την προηγούμενη θρησκευτική πίστη του ή τη δογματική του θέση. Η ε. ως θρησκευτική πράξη του χριστιανισμού είναι γνωστή από τον 5o αι. Τότε, η Εκκλησία έκρινε σκόπιμο ότι για να δεχτεί… …   Dictionary of Greek

  • μάρτυρας — Πρόσωπο που παρέχει πληροφορίες σε δικαστική αρχή· πρόσωπο που θανατώθηκε για τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις, ή που βασανίστηκε για την ιδεολογία του· ο θεατής πράξεως ή γεγονότος. Σύμφωνα με τη χριστιανική θρησκεία ο μ. είναι ο επίσημος… …   Dictionary of Greek

  • Άμμων — I Αιγυπτιακή θεότητα, το όνομα της οποίας σημαίνει ο κρυμμένος. Αρχικά ήταν ένας από τους οκτώ βασικούς θεούς που λάτρευε το ιερατείο της Ερμούπολης. Μετά τη μετατόπιση του κέντρου λατρείας του στις Θήβες, την εποχή της 11ης δυναστείας, και την… …   Dictionary of Greek

  • Αναστάσιος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Α. ο μάρτυς. Η μνήμη του τιμάται στις 25 Οκτωβρίου. 2. Επίσκοπος Ιεροσολύμων. Η μνήμη του τιμάται στις 10 Φεβρουαρίου. 3. Α. ο ιερομάρτυς. Διετέλεσεεπίσκοπος Αντιοχείας και ασκήτεψε στο Σινά. Πέθανε …   Dictionary of Greek

  • Αρέθας — I Μεγαλομάρτυρας και άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Άραβας από το Νετζράν, ο οποίος σκοτώθηκε από τον βασιλιά Δουναά. Η μνήμη του τιμάται στις 24 Οκτωβρίου. II (Πάτρα περ. 850 – Κωνσταντινούπολη ή Καισάρεια 944).Βυζαντινός συγγραφέας,… …   Dictionary of Greek

  • Βετράνο, Λέον — (Leon Vetrano, τέλη 12ου – αρχές 13ου αι.). Γενουάτης πειρατής. Πήρε μέρος στις πειρατικές επιχειρήσεις που οργάνωσε ο πειρατής Γαφόρης στα νησιά και τα παράλια του Αιγαίου (1197) και μετά τη συντριβή του Γαφόρη από τον βυζαντινό αντιναύαρχο… …   Dictionary of Greek

  • Γκράχαμ, Μάρθα — (Martha Graham, Πίτσμπουργκ 1900 – Νέα Υόρκη 1991).Αμερικανίδα χορεύτρια και χορογράφος. Τα καλλιτεχνικά της ενδιαφέροντα την έκαναν να εγκαταλείψει γρήγορα όσα διδάχθηκε στην σχολή Ντεβονσάιρ του Λος Άντζελες και να αποκηρύξει τη σχολή του… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”